Σήμερα είδα την ανάρτηση μιας φίλης με αφορμή την 24η επέτειο από την έναρξη του βομβαρδισμού της Γιουγκοσλαβίας. Έγραψε “Όταν άρχισε ο βομβαρδισμός, έκλαψα νομίζοντας ότι η ζωή μου είχε τελειώσει. Όταν τελείωσε ο βομβαρδισμός, έκλαψα επειδή έφυγε εκείνος.”
Αυτές οι δυο προτάσεις, είπαν τόσα πολλά. Έμαθα τότε ότι η ζωή πάντα συνεχίζεται. Οι δυσκολίες έρχονται και φεύγουν. Ναι, υπάρχουν φορές που είναι παρά πολύ δύσκολα. Όμως, ακόμα και στο βομβαρδισμό ο άνθρωπος καταφέρνει να δει ότι υπάρχει και το φως. Κάνει τα όνειρα και ερωτεύεται σαν την φίλη μου.
Ήμουν ακόμα παιδί τότε. Αυτή είναι η δίκη μου ιστορία για εκείνη την ημέρα.
Πήγαινα στο σχολείο εκείνη τη μέρα. Άκουγα τον κόσμο να λέει ότι έφυγαν από τη χώρα οι διπλωμάτες. Όλοι όμως συμπεριφέρονταν σαν να ήταν μια κανονική μέρα. Η καθηγήτρια μας έβαλε διαγώνισμα στα μαθηματικά. Θυμάμαι ότι σηκώθηκα και της έδωσα λευκή κόλλα, δεν θυμάμαι τι είπα ακριβώς - κάτι ότι αν ξεκινάει βομβαρδισμός δεν θέλω να με βρει να γράφω διαγώνισμα. Δεν κοίταξα πίσω, αλλά άκουσα και άλλοι να σηκώνονται. Με έκοψε, ναι, σαν να ήταν μια απλή μέρα.
Πήγαινα στο Kalemegdan. Είναι το αγαπημένο μου μέρος στο Βελιγράδι. Δεν ήξερα αν θα ξαναπάω, αν θα παραμείνει το ίδιο, αν…αν… Δεν πίστευα ότι όντως θα γίνει βομβαρδισμός. Σαν ένα όνειρο περίεργο. Πηγαίνοντας προς τα εκεί, όπως περπατούσα έβλεπα τα κτήρια. Αναρωτιόμουν αν τα αποχαιρετάω. Κι αν είναι η τελευταία μου βόλτα; Μ’ επανέφερε το γέλιο της φίλης μου. Γέλασα και εγώ και έκανα σαν να ήξερα γιατί γελάμε. Γύρισα στο τώρα και έτσι περάσαμε τις υπόλοιπες ώρες. Σαν ξένοιαστα παιδιά. Κάναμε βόλτα, βλέπαμε το ποτάμι, γελάγαμε…
Δεν άκουσα την πρώτη σειρήνα. Χορεύαμε με την φίλης μου με τη μουσική στη διαπασών. Αυτός ο ήχος που μετά τον έμαθα καλά, και ούτε στις ειδήσεις από κάποιο μακρινό μέρος του κόσμου, ούτε σε ταινία δεν θέλω ν’ ακούω…
Ο βομβαρδισμός είχε ήδη ξεκινήσει όταν επέστρεφα σπίτι. Όπως κατέβηκα από το λεωφορείο, μια γειτόνισσα μου είπε πανικόβλητη να τρέξω. Κι έτρεξα.
Κοντά στον σπίτι μου είδα έναν γείτονα να κάθεται ήρεμος στην αυλή του. Πρέπει να μου είπε - πιο σιγά.
Όπως ανέβαινα την σκάλα πρώτα είδα την γιαγιά που έμενε δίπλα μας, στεκόταν σαν πράκτορας, με μακρύ μπεζ παλτό και τα χέρια στις τσέπες. Είπε, να τη ’ναι. Κατάλαβα πια ότι όντως συνέβη.
Έβγαλα τα πράγματα του σχολείου από το σακίδιο μου.
Άσχετο, πριν λίγες μέρες στο μετρό, είδα μια κοπέλα με το ίδιο σακίδιο σαν αυτό που είχα τότε, πλεκτό και άσπρο μαύρο.
Έβαλα 2 βιβλία (την πρώτη έκδοση της «Εισαγωγής στην ψυχανάλυση» του Φρόιντ και ένα βιβλίο του Ντοστογιέφσκι), φωτογραφίες, ψωμί κι ένα μπουκάλι με νερό. Αυτά. Τίποτα άλλο.
Έτοιμη να πάω στο δάσος. Δεν ξέρω γιατί, νόμιζα ότι θα γίνει όπως στις ταινίες και τις ιστορίες της γιαγιάς από το Δεύτερο Παγκόσμιο. Ότι θα πέφτουν ανεξέλεγκτα οι βόμβες. Με μια δεύτερη σκέψη, το δάσος δεν ήταν καθόλου καλή ιδέα για κάποιον που τον λύκο έχει δει μόνο σε καρτούν και αποφάσισα να κάτσω καλύτερα εκείνο το βράδυ κοντά στην γιαγιά που ήταν κι έμπειρη με τον πόλεμο.
Δύο μέρες κοιμόμουν με τα ρούχα και το μπουφάν, με το σακίδιο δίπλα. Την τρίτη μέρα είπα ότι αυτό δεν έχει νόημα. Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει φοβόμουν ή όχι. Δεν βοηθούσε κάπου να είμαι έτοιμη και φοβισμένη, δεν ήταν και βολικό. Σταμάτησα να φοβάμαι, άρχισα να κοιμάμαι κανονικά και συνέχισα κάπως την καθημερινότητα μου.
Θυμάμαι την φωνή του Avram Izrael να λέει- Pažnja, pažnja, vazdušna opasnost za Beograd...
Θυμάμαι ότι ήθελα απλά να είμαι παιδί.
Θυμάμαι ότι ήθελα να είμαι έξω, κάπως με τρόμαζε η ιδέα να πέσει όλο το κτήριο πάνω μου
Θυμάμαι τα βράδια, χωρίς ρεύμα, με κεριά και τις κιθάρες που αψηφούσαν τη σιωπή.
Θυμάμαι όταν βομβάρδισαν το νοσοκομείο που γεννήθηκα κι έτυχε να κάνω και τα πρώτα μου γενέθλια... Αυτό πόνεσε.
Χρόνια μετά είχα ν’ αναλύσω μια έρευνα με ερώτημα κάτω από ποιες συνθήκες οι άνθρωποι συμφωνούν με τον βομβαρδισμό μιας χώρας. Ήθελα, όπως τότε που μου φάνηκε ανούσιο να γράφω διαγώνισμα περιμένοντας να πέσουν οι βόμβες, απλά να σηκωθώ και να φύγω.
Comments